προάστιος

προάστιος
-ία, -ον και προάστειος, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται πριν από την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἄστιος (< ἄστυ «πόλη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προάστιος — suburban masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαστία — προαστίᾱ , προάστιος suburban fem nom/voc/acc dual προαστίᾱ , προάστιος suburban fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαστίας — προαστίᾱς , προάστιος suburban fem acc pl προαστίᾱς , προάστιος suburban fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαστίων — προάστιον suburb neut gen pl προάστιος suburban fem gen pl προάστιος suburban masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάστιον — suburb neut nom/voc/acc sg προάστιος suburban masc acc sg προάστιος suburban neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστιος — ἄστιος, α, ον (Α) αστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός. ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)] …   Dictionary of Greek

  • προάστειος — ον, Α βλ. προάστιος …   Dictionary of Greek

  • προάστιο — Όνομα 4 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Νέο Προάστιο (υψόμ. 20 μ.) και Λάκκος (υψόμ. 280 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • προαστίοις — προάστιον suburb neut dat pl προάστιος suburban masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαστίου — προάστιον suburb neut gen sg προάστιος suburban masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”